- εὐζηλία
- εὐζηλίᾱ , εὐζηλίαgoodfem nom/voc/acc dualεὐζηλίᾱ , εὐζηλίαgoodfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευζηλία — εὐζηλία, ἡ (Α) [εύζηλος] 1. η άμιλλα 2. η ορθότητα, η ωραιότητα στο συγγραφικό ή ρητορικό ύφος («ἡ ἐν τοῑς λόγοις εὐζηλία καὶ καθαριότης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εὐζηλίας — εὐζηλίᾱς , εὐζηλία good fem acc pl εὐζηλίᾱς , εὐζηλία good fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)